- βασίλεμα
- τό1) заход, закат (солнца, луны);
στα βασίλέματα — на закате;
2) место заката солнца, луны;3) перен. закат, угасание; 4) закрывание (глаз)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στα βασίλέματα — на закате;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βασίλεμα — το 1.η δύση του ήλιου: Το παιδί πηγαίνει για ύπνο με το βασίλεμα του ήλιου. 2. η τελευταία περίοδος στη ζωή κάποιου: Βρίσκεται πια στο βασίλεμα της ζωής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασίλεμα — το (Μ βασίλευμα) (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) δύση, γέρμα νεοελλ. 1. το έσχατο σημείο, το τέλος 2. φρ. «βασίλεμα των ματιών» η απώλεια της ζωηρότητας των ματιών από νύστα ή αρρώστια … Dictionary of Greek
βασιλεμός — ο το βασίλεμα … Dictionary of Greek
δύση — η (AM δύσις) 1. η κάθοδος τού ήλιου ή άλλων ουράνιων σωμάτων στον ορίζοντα, το βασίλεμα 2. το σημείο τού ορίζοντα όπου εξαφανίζεται ο ήλιος 3. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η δύση 4. παρακμή, κατάπτωση, τέλος («η δύση τού αρχαίου κόσμου»)… … Dictionary of Greek
ηλιοβασίλεμα — και λιοβασίλεμα, το (Μ ἡλιοβασίλευμαν και ἡλιοβασίλεμαν) το βασίλεμα τού ήλιου, η δύση τού ήλιου, το λιόγερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βασίλε(υ)μα (< βασιλεύω)] … Dictionary of Greek